καράκαλλον

καράκαλλον
καράκαλλον
Grammatical information: n.
Meaning: `cap' (AP, Edict. Diocl.)
Derivatives: καρακάλλιον (pap. V-VIp)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. caracalla; prob. orig. Gaulic, s. W.-Hofmann s. v.
Page in Frisk: 1,786

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καράκαλλον — καράκαλλον, τὸ και καρακάλλα, ἡ (Α) 1. είδος κοντού ρωμαϊκού ενδύματος με κουκούλα, το οποίο κάλυπτε τον κορμό ώς τη μέση τών μηρών, καπότα, κάπα 2. είδος κοντού επενδύτη που φορούσαν οι Γαλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caracalla. Τόσο η λ. όσο και το …   Dictionary of Greek

  • καράκαλλον — hood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρακάλλου — καράκαλλον hood neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρακάλλῳ — καράκαλλον hood neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρακάλλα — η βλ. καράκαλλον …   Dictionary of Greek

  • καρακάλλιον — καρακάλλιον, τὸ (Α) πάπ. υποκορ. τού καράκαλλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράκαλλ ον + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. καλάθ ιον, τραπέζ ιον] …   Dictionary of Greek

  • λαμπροκάρκαλλον — λαμπροκάρκαλλον, τὸ (Μ) πολυτελές φόρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + κάρκαλλο < καράκαλλον «είδος ενδύματος»] …   Dictionary of Greek

  • χαρχάλι — το, Ν 1. λειρί πετεινού 2. περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χαρχάλι, με αρχική σημ. «λειρί πετεινού», κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τον τ. καρακάλλιον, υποκορ. τού καράκαλλον* «είδος κοντού ενδύματος με κουκούλα», ενώ, κατ άλλη άποψη, από τη λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”